- επικίχρημι
- ἐπικίχρημι (Α)δανείζω, προσφέρω για δανεισμό («τάγματα στρατιωτῶν, ὧν ἐπέχρησε δύο Καίσαρι», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κίχρημι «δανείζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπικίχρημι — lend pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)